- προδιαπλεῦσαι
- προδιαπλέωsail across firstpres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιαπλέω — Α περνώ πρώτος με πλοίο απέναντι («ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ αὐτὸν προδιαπλεῡσαι», Δίων. Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαπλέω «πλέω από τη μια ακτή ώς την απέναντι»] … Dictionary of Greek